- πνικτός
- 4156 πνικτός{прил., 3}удушенный, удавленный; как сущ. удавленина.Ссылки: Деян. 15:20, 29; 21:25.*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
πνικτός — strangled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτά — πνικτός strangled neut nom/voc/acc pl πνικτά̱ , πνικτός strangled fem nom/voc/acc dual πνικτά̱ , πνικτός strangled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτῶν — πνικτός strangled fem gen pl πνικτός strangled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτόν — πνικτός strangled masc acc sg πνικτός strangled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτοῦ — πνικτός strangled masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτᾶς — πνικτός strangled fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτή — πνικτός strangled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτῶς — πνικτός strangled adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτῷ — πνικτός strangled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
πνικτικός — ή, ό, ΝΜΑ [πνικτός] πνιγηρός … Dictionary of Greek